δήλωμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A a means of making known, τινός Pl.Lg.792a, Plu.2.78e, etc.: pl., ib. 62d.
German (Pape)
[Seite 561] τό, Erklärung, Kundmachung; τοῖς παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ κα ὶ βοαί Plat. Legg. VII, 792 a; öfter im Crat.; auch im plur., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δήλωμα: τό, μέσον πρὸς δήλωσιν ἢ φανέρωσιν, Πλάτ. Νόμ. 792Α. κτλ., Πλούτ. Ἠθ. 78Ε, κατὰ πληθ. αὐτόθι 620, κλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
moyen de faire connaître.
Étymologie: δηλόω.