καταδάπτω

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδάπτω Medium diacritics: καταδάπτω Low diacritics: καταδάπτω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΠΤΩ
Transliteration A: katadáptō Transliteration B: katadaptō Transliteration C: katadapto Beta Code: katada/ptw

English (LSJ)

   A devour, μή με ἔα . . κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Il.22.339; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od.3.259; of fire, consume, Q.S.1.2. Rev.Phil.46.129 (Isaura): metaph., καταδάπτετ' ἀκούοντος φίλον ἦτορ, like δαίεται ἦτορ, Od.16.92.

German (Pape)

[Seite 1345] zerreißen, zerfleischen; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od. 3, 259; καταδάψαι Il. 22, 339; sp. D., wie Qu. Sm. 9, 361. – Uebertr., καταδάπτεται ἦτορ Od. 16, 92.

Greek (Liddell-Scott)

καταδάπτω: μέλλ. -δάψω, κατεσθίω, κατασπαράττω, μή με ἔα… κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Ἰλ. Χ. 339· κύνες τε καὶ οιωνοὶ κατέδαψαν Ὀδ. Γ. 259· μεταφ., καταδάπτεται ἦτορ Π. 92.

French (Bailly abrégé)

déchirer, dévorer.
Étymologie: κατά, δάπτω.