κλοτοπεύω

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοτοπεύω Medium diacritics: κλοτοπεύω Low diacritics: κλοτοπεύω Capitals: ΚΛΟΤΟΠΕΥΩ
Transliteration A: klotopeúō Transliteration B: klotopeuō Transliteration C: klotopeyo Beta Code: klotopeu/w

English (LSJ)

   A deal subtly, spin out time by false pretences, οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν Il.19.149; κ. περὶ τὸ νησίδιον, perh. to be read for κλοπεύω, Hld.1.30:—hence κλοτοπ-ευτής· ἐξαλλάκτης, ἀλαζών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1456] Il. 19, 149 οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν, οὐδὲ διατρίβειν, von den Alten verschieden erkl.; entweder unter listigem Vorwande aufschieben u. zaudern, nach Eust. κλυτοῖς ἔπεσιν ἐνδιατρίβειν; oder übh. listig handeln, u. wie von κλοπεύω für κλοπετεύω; od. großprahlen u. übh. unthätig schwatzen; wie Hesych. auch κλοτοπευτής anführt und es ἐξαλλάκτης, ἀλαζών erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κλοτοπεύω: χρονοτριβῶ, χάνω τὸν καιρόν, μόνον ἐν Ἰλ. Τ. 149, οὐ γὰρ κλοτοπεύειν, «ὑποκλέπτειν αὑτοὺς τῆς μάχης ἐν τοῖς λόγοις» (Σχόλ.), ἀρχ. Ἐπικ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κλέπτω, κλοπεύω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι. ἀπατᾶν. κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι»· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει κλοτοπευτὴς διὰ τοῦ ἐξαλλακτής, ἀλαζών. Ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

perdre son temps en vaines paroles.
Étymologie: DELG hapax inexpliqué.