ἄατος
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
contr. ἆτος, ον, (ἄω)
A insatiate, c. gen., ἄατος πολέμοιο Hes. Th.714; Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388; μάχης ἆτόν περ ἐόντα 22.218: abs., ἄατος ὕβρις A.R.1.459. [First syll. short in Hes., long in A.R.]
ἄᾱτος, ον,
A = ἄητος (q.v.), Q.S.1.217.
German (Pape)
[Seite 1] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. ἆτος; – ἄατος ὕβρις Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber θάρσος ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) ἀκόρεστος, μετὰ γεν. ἄατος πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., ἄατος ὕβρις, Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ ἄατος εἶναι βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]
French (Bailly abrégé)
p. contr. ἆτος;
ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: ἀ, ἄω.