ὀψία

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψία Medium diacritics: ὀψία Low diacritics: οψία Capitals: ΟΨΙΑ
Transliteration A: opsía Transliteration B: opsia Transliteration C: opsia Beta Code: o)yi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη (sc. ὥρα), ἡ,

   A the latter part of day, evening, opp. ὄρθρος, freq. joined with δείλη (q. v.), μέχρι δείλης ὀψίης Hdt.7.167; περὶ δείλην ὀ. Th.8.26; δείλης ὀ. late in the evening, D.57.9; ὀψίας alone, POxy.528.5 (ii A. D.).—Cf. ὄψιος.

German (Pape)

[Seite 432] ἡ, die Späte, der Abend, eigentlich fem. von ὄψιος (w. m. vgl.), sc. ὥρα, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψία: Ἰων. -ίη (ἐξυπ. ὥρα), ἡ, τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν μέρος τῆς ἡμέρας, ἑσπέρα, ἀντίθ. τῷ ὄρθρος, συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ δείλη (ὃ ἴδε), δείλη ἦν ὀψία Ἡρόδ. 7. 167· περὶ δείλην ὀψίαν Θουκ. 8. 26· δείλης ὀψίας, «ἀργὰ τὸ βράδυ», Δημ. 1301. ἐν τέλ. πρβλ. ὄψιος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. ὥρα;
dernière partie du jour, soir.
Étymologie: ὄψιος.