γλυκύτης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A sweetness of taste, Hdt.4.177, Thphr.CP6.9.4; ὑδάτων D.S.4.84, cf. Arr.Peripl.M.Eux.49. 2 sweetness, pleasantness, γ. φυσική, of life, Arist.Pol.1278b30; τῆς λέξεως D.H.Comp.11; μέλος καὶ γ. Phld.Mus.p.49K.; of persons, Plu.2.67b: in pl., delights, ἐπιθυμίαι πονηραὶ καὶ γλυκύτητες Phld.Lib.p.61 O.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύτης: -ητος, ἡ, γλυκύτης τῆς γεύσεως, Ἡρόδ. 4. 177, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 4. 2) εὐφροσύνη, ἡδύτης, τοῦ ζῆν Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 5· τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 67B.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
douceur ; fig. charme, agrément.
Étymologie: γλυκύς.