καταψύχω

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψύχω Medium diacritics: καταψύχω Low diacritics: καταψύχω Capitals: ΚΑΤΑΨΥΧΩ
Transliteration A: katapsýchō Transliteration B: katapsychō Transliteration C: katapsycho Beta Code: katayu/xw

English (LSJ)

[ῡ],

   A cool, chill, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arist.Mete.361a2, cf. 368b34; ὁ φόβος καταψύχει Id.PA650b28, cf. Pr.954b13, al.; αἱ ἄτομοι . . κατέψυξαν [τὸ σῶμα] Epicur.Fr.60:—Pass., fut. -ψῠγήσομαι Vett.Val. 73.21: pf. -έψυγμαι: aor. -εψύχθην, also -εψύγην [ῠ] Arist.Pr.897a22:—to be chilled, become cold, Hp.Aph.4.40, Arist.HA531b31, etc.; of persons, κατεψυγμένοι, opp. θερμοί, Id.Rh.1389b30.    2 metaph., οὐ -έψυξαν τὴν ὁρμήν did not allow their ardour to cool, J.BJ1.2.7:— Pass., κατέψυκτο τὸ πρακτικόν Plu.Pomp.46, cf.Critodem. in Cat.Cod. Astr.8(1).259, Vett.Val.l.c.    3 cool, refresh, καταψύχει πνοή A. Fr.127.    II dry land after irrigation, PCair.Zen.155 (iii B.C.):— Pass., of a country, χώρα κατεψυγμένη dried or parched up, D.S.1.7, cf. Plu.Pomp.31.    III intr., cool down, of persons, LXX Ge.18.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταψύχω: ῡ: μέλλ. -ξω, λίαν ψυχραίνω, ποιῶ τι κατάψυχρον, παγώνω, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 14, πρβλ. 2. 8, 43, κ. ἀλλ.˙ ὁ φόβος καταψύχει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 22, κ. ἀλλ.- Παθ. πρκμ. κατέψυγμαι: ἀόρ. κατεψύχθην καὶ κατεψύγην ῠ Ἀριστ. Προβλ. 10. 54, 4˙- ψυχραίνομαι, γίνομαι ψυχρός, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ.˙ ἐπὶ προσώπων, κατεψυγμένοι, ἀντίθ. τῷ θερμοί, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 13, 7, κ. ἀλλ.˙ κατέψυκται τὸ πρακτικὸν ἡδονῇ σχολῆς Πλουτ. Πομπ. 46. 2) μεταφ., δροσίζω, ἀναψύχω, καταψύχει πνοὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 127b. II. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ χώρας, χώρα κατεψυγμένη, κατάξηρος, Διόδ. 1. 7˙ ἀθαλλὴς καὶ μεμαραμμένος, ἄδενδρος, ἀντίθετ. χλοερὸς καὶ κατάσκιος τόπος, Πλουτ. Πομπ. 31. ΙΙΙ. ἀμεταβ., καταπραΰνομαι, ἐπὶ κυνός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 169.

French (Bailly abrégé)

souffler sur, d’où
1 refroidir, rafraîchir;
2 sécher, dessécher ; Pass. être desséché en parl. de pays.
Étymologie: κατά, ψύχω.