ἀλεξητήρ

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

German (Pape)

[Seite 92] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 (ἅπαξ εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες εἶναι, Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui vient au secours de, qui soutient, défenseur de.
Étymologie: ἀλέξω.