ἱματίζω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
fut. -ιῶ,
A furnish with clothing, UPZ2.14 (ii B.C.), etc.:—Pass., τοῦ παιδὸς τρεφομένου καὶ -ομένου POxy.275.14 (i A.D.); γυνὴ ἱματισμένη ἔχιδνα Secund.Sent.8; ἱματισμένος Ev.Marc.5.15.
German (Pape)
[Seite 1252] bekleiden, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτίζω: ἐνδύω· μετοχ. παθ. πρκμ. ἱματισμένος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 15, κτλ.
French (Bailly abrégé)
vêtir.
Étymologie: ἷμα.