Κάρνεια

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

Κάρνεια: τά, (Κάρνεα χάριν τοῦ μέτρου ἐν Θεοκρ. 5. 83)˙ - ἑορτὴ εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος Καρνείου παρὰ τοῖς Δωριεῦσι τῆς Πελοποννήσου, ἰδίως παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις, ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας τοῦ Ἀττικοῦ μηνὸς Μεταγειτνιῶνος, ὅστις παρ’ αὐτοῖς ἐκαλεῖτο Καρνεῖος μήν, Εὐρ. Ἄλκ. 449, Θουκ. 5. 54˙ ὥστε συνέπιπτε κατὰ τὸν χρόνον τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, Ἡρόδ. 7. 206, 8. 72, Θουκ. 5. 75˙ τὰ Κάρνεια νικᾶν Ἑλλάνικ. παρ’ Ἀθην. 635 Ε˙ πανηγυρίζειν Πλούτ. 2. 873 Ε. - Οἱ ἐν τοῖς Καρνείοις ἀγῶσι νικηταὶ ἐκαλοῦντο Καρνεονῖκαι Müller Dor. 1. 7. § 2. - Ἴδε Σχόλια εἰς Θεοκρίτου Εἰδύλλ. 5. 83.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
fêtes d’Apollon Carnéios.
Étymologie: v. Καρνεῖος.