μήκιστος

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήκιστος Medium diacritics: μήκιστος Low diacritics: μήκιστος Capitals: ΜΗΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: mḗkistos Transliteration B: mēkistos Transliteration C: mikistos Beta Code: mh/kistos

English (LSJ)

η, ον, Dor. μάκιστος [ᾱ], the only form used by Trag.: irreg. Sup. of μακρός (formed from μῆκος, as αἴσχιστος from αἶσχος),

   A tallest, τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα Il.7.155, cf. Od.11.309.    2 greatest, μάκιστον σέλας A.Fr.281.1; μείζονα [πηδήματα] τῶν μακίστων S.OT1301 (anap.); τὰ μάκιστ' ἐμῶν κακῶν E.Hipp.818 (lyr.); τὸ μήκιστον τεράων A.R.4.1364.    3 longest, in point of Time, ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος X.Ages.10.4: neut. μήκιστον as Adv., for a very long time or in the highest degree, h.Cer.258 (s.v.l.); ὅτι δύνᾳ μάκιστον . . ἐξιδοῦ see to it as far as possible, S.Ph.851 (lyr.); τί νύ μοι μήκιστα γένηται; what is to become of me at last? Od.5.299,465; τὸ μ. at longest, Luc.Herm.50; ἐπὶ μ. for the longest time, Id.Demon.1.    4 farthest, X.Cyr.4.5.28, A.R.1.82; μ. ἀφέστηκεν τοῦ πείθειν Phld.Rh.1.270 S.

German (Pape)

[Seite 171] superl. zu μακρός, von μῆκος abgeleitet, der längste, schlankste; τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα, Il. 7, 155; Od. 11, 309; τί νύ μοι μήκιστα γένηται, was soll aufs längste, endlich aus mir werden, Od. 5, 299; sp. D.; auch in Prosa, wie Xen. Cyr. 4, 5, 28; Luc. de salt. 76; τὸ μήκιστον, längstens, Hermot. 50; τὸ μήκιστον αἰῶνος, das höchste Alter, Xen. Ag. 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μήκιστος: -η, -ον, Δωρ. μάκιστος [ᾱ], ὅστις εἶναιμόνος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγικοῖς τύπος· ἀλλ’ ὁ Ξεν. μεταχειρίζεται τὸν μετὰ τοῦ η τύπον· ― ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μακρὸς (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μῆκος, ὡς τὸ αἴσχιστος ἐκ τοῦ αἶσχος), ὑψηλότατος τὸ ἀνάστημα, τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα Ἰλ. Η. 155, πρβλ. Ὀδ. Λ. 309. 2) μέγιστος, μάκιστον σέλας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· μείζονα [πηδήματα] τῶν μακίστων Σοφ. Ο. Τ. 1301· τὰ μάκιστ’ ἐμῶν κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 826· μήκιστον τεράων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1364. 3) μακρότατος, ἐπὶ χρόνου, ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος Ξεν. Ἀγησ. 10, 4· - οὐδ. μήκιστον ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ πολὺ μακρὸν χρόνον ἢ εἰς τὸν ὕψιστον βαθμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 259· τί νύ μοι μήκιστα γένηται; τί ἔχω νὰ γείνω ἐπὶ τέλους, τὸ τοῦ Οὐεργ. quid misero mihi denique restat? Ὀδ. Ε. 299, 465· τὸ μ., τὸ μακρότατον, Λουκ. Ἑρμότ. 59· ἐπὶ μ., ἐπὶ μακρότατον χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. 1. 4) μέγιστον, ὡς οὐκ ἀνθρώποισι κακὸν μήκιστον ἐπαυρεῖν, «οὐδὲν κακὸν μέγιστον ὃ μὴ ἀνθρώποις εὐχερὲς ἐπαυρεῖν, ὅ ἐστιν ἐπιτυχεῖν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 82· ὅτι δύνᾳ μάκιστον... ἐξιδοῦ, κύτταξε ὅσον μακρὰν δύνασαι, δηλ. μεταχειρίσου πᾶσαν δυνατὴν προφύλαξιν, Σοφ. Φιλ. 849· μήκιστον ἀπελαύνειν, ἀποδιώκειν ὅσον τὸ δυνατὸν μακράν, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 28.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
sert de Sp. à μάκρος;
très long, très grand, de très haute taille ; neutre adv. • μήκιστον, très loin, le plus loin ; plur. • μήκιστα OD enfin.
Étymologie: Sp. formé de μῆκος.