κεραϊστής
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ου, ὁ,
A plunderer, h.Merc.336. II baneful comet, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1419] ὁ, 1) der Verwüster, Plünderer, Dieb, H. h. Merc. 336. – 2) = κεράστης.
Greek (Liddell-Scott)
κεραϊστής: -οῦ, ὁ, ὁ λεηλατῶν, λῃστής, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 336. ΙΙ. ὀλέθριος κομήτης, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pillard, brigand.
Étymologie: κεραΐζω.