ἀσεπτέω
From LSJ
English (LSJ)
A = ἀσεβέω, εἰς θεοὺς μηδὲν ἀσεπτεῖν S.Ant.1350(lyr.).
German (Pape)
[Seite 369] gottlos handeln, τὰ εἰς θεούς Soph. Ant. 1329.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσεπτέω: ἀσεβέω, χρὴ δὲ τά γ’ εἰς θεοὺς μηδὲν ἀσεπτεῖν Σοφ. Ἀντ. 1350 κατὰ τὴν ἔκδοσιν τοῦ Jebb, κατὰ δὲ τὸν Δινδόρφ.: χρή δ’ ἐς τὰ θεῶν κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
être impie.
Étymologie: ἄσεπτος.