ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: ἄμπνευμα | Medium diacritics: ἄμπνευμα | Low diacritics: άμπνευμα | Capitals: ΑΜΠΝΕΥΜΑ |
Transliteration A: ámpneuma | Transliteration B: ampneuma | Transliteration C: ampnevma | Beta Code: a)/mpneuma |
ἀμπν-οά, poet. for ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.
ἄμπνευμα: ἀμπνοά, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.
ατος (τό) :
lieu de repos.
Étymologie: ἀναπνέω.