προεκπίπτω

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκπίπτω Medium diacritics: προεκπίπτω Low diacritics: προεκπίπτω Capitals: ΠΡΟΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: proekpíptō Transliteration B: proekpiptō Transliteration C: proekpipto Beta Code: proekpi/ptw

English (LSJ)

   A fall or come out before, precede, τὸ κῦμα π. τοῦ πνεύματος Arist.Pr.932b37: metaph., get abroad before, φήμη Plu.Galb. 5; π. εἰς γένεσιν Id.2.427e.    II go beyond limits, Str.1.2.3; π. τὸ ἀδύνατον Longin.15.8 (προσ- cod.), cf.38.1.

German (Pape)

[Seite 719] (s. πίπτω), vorher herausfallen; προεκπίπτουσιν αἱ καταδίκαι τῶν ἀποδείξεων, Plut. ad princ. inerud. 6; φήμη προεκπεσοῦσα, Galb. 5; περαιτέρω, weit über die Gränze gehen, Longin. 15, 8; vgl. Strab. 1, 2, 3 g. E.

Greek (Liddell-Scott)

προεκπίπτω: ἐκπίπτωἐξέρχομαι πρότερον, προηγοῦμαι, τὸ κῦμα πρ. τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 23. 12· ― κοινολογοῦμαι πρότερον, φήμη Πλουτ. Γάλβ. 5· πρ. εἰς γένεσιν ὁ αὐτ. 2. 427Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι πέραν τῶν ὁρίων, Στράβ. 16, Λογγῖν. 15.

French (Bailly abrégé)

f. προεκπεσοῦμαι, ao.2 προεξέπεσον, etc.
se répandre ou se divulguer auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκπίπτω.