κονιορτός
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
ὁ, (κόνις, ὄρνυμι)
A dust raised or stirred up, cloud of dust, Hdt.8.65; ὁ κ. δῆλος αὐτῶν ὡς ὁμοῦ προσκειμένων Ar.Eq.245, cf. Th.4.44; κ. τῆς ὕλης νεωστὶ κεκαυμένης, i.e. a cloud of woodashes, ib.34; κ. καὶ ζάλη Pl.R.496d: in pl., Diocl.Fr.147. 2 generally, dirt, sweepings, σαρώματα . . σὺν τῷ κ. Wilcken Chr.198.16 (iii B.C.). II metaph., dirty fellow, χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν, κ. ἀναπέφηνεν Anaxandr.34.6, cf. Aristopho 10.8; Εὐκτήμων ὁ κ. D. 21.103.
German (Pape)
[Seite 1481] ὁ, aufgeregter Staub, Staubwirbel, Staubwolke; ἰδεῖν κονιορτὸν χωρέοντα ἀπὸ Ἐλευσῖνος Her. 8, 65; ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Plat. Rep. IV, 496 d; Sp., wie Pol. 5, 85, 1. – Auch = Asche, wie man es Thuc. 4, 34, ὁ κον. τῆς ὕλης νεωστὶ κεκαυμένης ἐχώρει πολὺς ἄνω, unnöthigerweise erkl. – In Athen auch ein Schimpfwort für einen schmutzigen Menschen, Dem. 21, 103; vgl. Anaxandrid. bei Ath. VI, 242 f. χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν; κονιορτὸς ἀναπέφηνεν.
Greek (Liddell-Scott)
κονιορτός: ὁ, (κόνις, ὄρνυμι) κόνις ἐγειρομένη ἢ ταρασσομένη, νέφος κόνεως, ὡς ὅταν προχωρῇ ἢ φεύγῃ στρατός, κοιν. «κορνιαχτός», Ἡρόδ. 8. 65· ὁ κ. δῆλος αὐτῶν ὡς ὁμοῦ προσκειμένων Ἀριστοφ. Ἱππ. 245, πρβλ. Θουκ. 4. 44· κ. τῆς ὕλης νεωστὶ κεκαυμένης, δηλ. νέφος τέφρας ἐκ ξύλων, Θουκ. 4. 34· ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ Πλάτ. Πολ. 496D. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀκαθάρτου ἀνθρώπου. χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν; κονιορτὸς ἀναπέφηνεν Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 6, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 8· Εὐκτήμων ὁ κ. Δημ. 547 ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
poussière qui s’élève de terre ; p. anal. cendre qui vole.
Étymologie: κόνις, ὄρνυμι.