ἐκτολυπεύω
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
A wind off a ball of wool: metaph., bring to an end, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας Hes.Sc.44; οὐδὲν . . καίριον ἐκτολυπεύς ειν A.Ag.1032 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 782] abwickeln, dah. vollenden, ganz zu Ende führen; πόνον Hes. Sc. 44; οὐδὲν καίριον Aesch. Ag. 1003.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτολῠπεύω: τελειώνω τολύπην μαλλίου, μεταφ., ἐκτελῶ, φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσειν Ἡσ. Ἀσπ. 44· οὐδὲν... καίριον ἐκτολυπεύσειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1032.
French (Bailly abrégé)
dévider jusqu’au bout ; accomplir (une épreuve), acc..
Étymologie: ἐκ, τολυπεύω.