κωμικός

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμῐκός Medium diacritics: κωμικός Low diacritics: κωμικός Capitals: ΚΩΜΙΚΟΣ
Transliteration A: kōmikós Transliteration B: kōmikos Transliteration C: komikos Beta Code: kwmiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κῶμος)

   A of or for comedy, comic, later form for κωμῳδικός, κ. ὑποκριτής Aeschin.1.157; ποητάς SIG711L 15 (Delph., ii B.C.); κ. χορός, ὄρχησις, Arist.Pol.1276b5, Demetr.Lac.Herc.1012.21; προσωπεῖον Luc.Bis Acc.33; ἱλαρῷ καὶ κ. προσώπῳ Id.Cal.24, cf. Plu.Ant.29.    II Subst. κωμικός, ὁ, comedian, i.e. either comic actor, Alex.98.13; or comic poet, Plb.12.13.3, Phld.Mus.p.16 K. (pl.), Plu.2.62e, etc.; ὁ κ., κατ' ἐξοχήν, = Aristophanes, Luc.Prom.Es2, etc. Adv. -κῶς Ph.1.473, D.L.5.88.

German (Pape)

[Seite 1544] komisch, die komische Dichtkunst betreffend, nach Art der komischen Dichter, witzig, spöttisch; δρᾶμα, χορός, ὄρχησις, Poll. u. a. Sp.; ὑποκριτής, Schauspieler der Comödie, Aesch. 1, 157, wie οἱ κωμικοί Alexis bei Ath. XIII, 568 b; χάρις Luc. musc. encom. 11; ἱλαρῷ καὶ κωμικῷ προσώπῳ Luc. calumn. 24; Plut. Anton. 29; ὁ κωμικός, der komische Dichter, Pol. 12, 13, 3 u. Sp.; bei den Gramm. vorzugsweise Aristophanes. – Adv. κωμικῶς, komisch, Schol. Ar. Ach. 253, D. L. 5, 88.

Greek (Liddell-Scott)

κωμῐκός: -ή, -όν, (κῶμος), ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωμῳδίαν, Λατ. comicus, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κωμῳδικός, κωμ. ὑποκριτὴς Αἰσχίν. 22. 27· κ. χορὸς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 7· προσωπεῖον Λουκ. Δὶς Κατηγ. 33· ἱλαρῷ καὶ κ. προσώπῳ ὁ αὐτ. π. Διαβολ. 24, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 29· ― ὡς οὐσιαστ. κωμικός, ὁ, δηλ. ἢ κωμικὸς ὑποκριτής, ἠθοποιός, Ἄλεξ ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 13· ἢ κωμικὸς ποιητής, Πολύβ. 12. 13, 3, Πλούτ. 2. 62Ε, κτλ.· ὁ Ἀριστοφάνης ἐκαλεῖτο ὁ κατ’ ἐξοχὴν κωμικός, Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Φίλων 1. 473, Διογ. Λ. 5. 88.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la poésie comique ou les poètes comiques.
Étymologie: κῶμος.