τοξικός
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the bow, τ. θῶμιγξ, ἄτρακτος, A.Pers.460, Fr.139; τ. στολή an archer's equipment, Pl.Lg.833b; τ. κάλαμος a kind of Cretan reed used for arrows, Thphr.HP4.11.11. 2 ἡ τοξική (sc. τέχνη) archery, Pl. Smp.197a, La.193b, al., SIG1060.5 (Tralles, iv/iii B.C.). 3 τὸ -κόν shot-hole, loophole, LXXJd.5.28, Sm.Ez.40.16: so -κή (sc. θυρίς) Ph.Bel.81.25. II of persons, skilled in the use of the bow, [Πάνδαρος] Plu.2.405b; τοξικώτατοι X.Cyr.6.2.4. III τὸ -κόν, collectively, the bowmen, for οἱ τοξόται, Ar.Lys.462, D.C.36.47; πηλίκα τοξικὰ ἔχουσι; Mim.Oxy.413.198. 2 τ. φάρμακον poison for smearing arrows with, Arist.Mir.837a13, BGU21 ii 14 (iv A. D.), Orib.Fr.126: τὸ τ. Str.3.4.18, Dsc.1.106, Ael.NA9.15: pl., Dsc.2.79. b = venenum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1128] zum Bogen u. Pfeil gehörig, zum Bogenschießen, Bogenschützen gehörig; θῶμιγξ, Aesch. Pers. 452; ἡ τοξική, sc. τέχνη, die Kunst mit dem Bogen zu schießen, Plat. Legg. VII, 804 c Lach. 198 b u. öfter; auch ohne Artikel, Xen. An. 1, 9, 6; τοξικώτατος, sehr geschickt im Schießen mit dem Bogen, Xen. Cyr. 6, 2, 4; – τὸ τοξικόν, sc. φάρμακον, das Gift, womit man die Pfeile bestrich. – Auch als Collectivum = οἱ τοξόται, D. C. 36, 30.
Greek (Liddell-Scott)
τοξικός: -ή, -όν, (τόξον) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τόξον, τ. θῶμιγξ, ἄτρακτος Αἰσχύλ. Πέρσ. 460, Ἀποσπ. 129· τ. στολή, ὁ ὁπλισμὸς τοῦ τοξότου, Πλάτ. Νόμ. 833Β. 2) ἡ τοξικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τοῦ τοξότου τέχνη καὶ ἐμπειρία, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α, Λάχ. 193C, κ. ἀλλ.· πρβλ. τοξοσύνη. 3) ἡ τ. (ἐξυπ. θυρὶς) στενὸν παράθυρον πρὸς τόξευσιν, «πολεμίστρα», Ἑβδ. (Κριτ. Ε΄, 28), Συμμ. Ἰεζεκ. Μ΄, 16. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἠσκημένος εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, ἔμπειρος τοξότης, Πάνδαρος Πλούτ. 2. 405Β· τοξικώτατος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 4. ΙΙΙ. τὸ τοξικόν, περιληπτικῶς, = οἱ τοξόται, Ἀριστοφ. Λυσ. 462. 2) τ. φάρμακον, δηλητήριον δι’ οὗ ἤλειφον τὰ βέλη, Ἀριστ. π. Θαυμ. 86· τὸ τ. Στράβ. 165, Αἰλ. π. Ζ. 9. 15.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui convient pour un arc ou pour des flèches ; ἡ τοξική (τέχνη) l’art de tirer de l’arc ; τοξικὸν φάρμακον ou subst. τὸ τοξικόν poison dont on imprègne une flèche;
2 qui concerne les archers ; τὸ τοξικόν AR troupe d’archers;
3 habile à tirer des flèches;
Sp. τοξικώτατος.
Étymologie: τόξον.