βραχύπορος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
German (Pape)
[Seite 462] mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴσπλους Plut. Mar. 15; ὄρνις, nicht weit fliegend, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύπορος: -ον, βραχὺ ἔχων πέρασμα, Πλάτ. Πολ. 546A· οἱ βρ. ὄρνιθες, ὁ μὴ ἱπτάμενος μακράν, βραχεῖαν ἔχων πτῆσιν, Φιλόστρ. 134· -ῥῆμ. –πορέω, κάμνω βραχεῖαν ὁδόν, διαβαίνω μικρὸν πέρασμα, Εὐστ. Πονημάτ. 274. 94. 2) ὁ ἔχων βραχὺ πέρασμα, σύντομον ἄνοιγμα, εἴσπλους Πλούτ. Μαρ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont le passage est court;
2 dans une passe étroite.
Étymologie: βραχύς, πόρος.