German (Pape)
[Seite 108] dasselbe, γῆ ἁλμωδεστέρα πρὸς φυτείαν, von zu vielem Salzgehalt, Xen. Oec. 20, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλμώδης: -ες, (ἅλμη, εἶδος) ἁλμυρώδης, ὑφάλμυρος, Ἱππ. Κωακ. 157, Ξεν. Οἰκ. 20. 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. ἁλμυρός.
Étymologie: ἅλμη, -ωδης.