διάρρυτος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ον,
A intersected by streams, Str.5.1.7, Epic. in Arch.Pap. 7.7; διαρρύτους· διηντλημένους, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διάρρῠτος: -ον, διατεμνόμενος ὑπὸ ῥυάκων, κατάρρυτος, Στράβων 213, Γρ. Νύσσ. 3, 1108.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
traversé par des eaux courantes.
Étymologie: διαρρέω.