ἀντικοσμέω

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικοσμέω Medium diacritics: ἀντικοσμέω Low diacritics: αντικοσμέω Capitals: ΑΝΤΙΚΟΣΜΕΩ
Transliteration A: antikosméō Transliteration B: antikosmeō Transliteration C: antikosmeo Beta Code: a)ntikosme/w

English (LSJ)

   A arrange in turn, Plu.2.813d.    2 adorn in turn, ib.828a :—Pass., Aristid. Or.25 (43).33:—Subst. ἀντικόσμ-ησις, εως, ἡ, Suid.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen, ebenfalls schmücken, Plut. reip. ger. praec. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικοσμέω: κοσμούμενος αὐτὸς κοσμῶ ἄλλον, δίκαιον γάρ, ὑπὸ τῶν μειζόνων κοσμουμένους ἀρχῶν, ἀντικοσμεῖν τὰς ἐλάττονας, ἐπὶ τῶν κατεχόντων μέγα ἀξίωμα ἐν τῇ πολιτείᾳ καὶ ἔπειτα δεχομένων κατώτερον, Πλούτ. 2. 813D, κτλ.: - τὸ οὐσιαστ. -κόσμησις, ἡ, «ἀντιπαράτορα, ἀντικόσμησις, ἢ ἄλλη εὐπρέπεια· παρᾶτον γὰρ ἡ παρασκευὴ παρὰ Ρωμαίοις» Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
orner à son tour ou en échange.
Étymologie: ἀντί, κοσμέω.