διασκοπέω
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
(cf. διασκέπτομαι), fut. διασκέψομαι: aor. διεσκεψάμην: pf.
A διέσκεμμαι Ar.Ra.836, but διεσκέφθαι in pass.sense, Id.Th.687:— look at in different ways, examine or consider well, Hdt.3.38, E.Cyc. 557, etc.; ἑξῆς δ. τὸν λόγον Pl.R.350e, cf. Tht.168e; also δ. πρὸς ἑαυτόν Id.Chrm.160e; περὶ σφᾶς αὐτούς, περί τινος, Th.7.71, Pl.Phd. 61e; δ. περί τινος εἰ . . Arist.Pol.1272a26: c. gen., τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας D.C.58.7:—Med., πρὸς τὰ ἔξω διασκοπεῖσθαι Th.6.59: impf., Pl.Plt.259c. II abs., look round one, keep watching, μὴ ὁρῶνται X.Cyn.9.3.
German (Pape)
[Seite 602] = διασκέπτομαι, genau betrachten, erwägen; Thuc. 7. 48; Plat. Phaed. 61 e u. Folgde. Auch med., Phaed. 70 e, χρὴ διασκοπεῖσθαι; vgl. Plut. Alcib. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
examiner à fond, observer, étudier;
Moy. διασκοπέομαι-οῦμαι examiner avec soin.
Étymologie: διά, σκοπέω.