ἀνεμώνη
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ἡ,
A poppy anemone, Anemone coronaria, Cratin.98, Pherecr.108.25, Theoc.5.92, Thphr.HP7.10.2; ἀ. ἥμερος Dsc.2.176. 2 ἀ. ἀγρία scarlet wind-flower, Anemone fulgens, ibid.; also called ἀ. φοινικῆ Crateuas Fr.4; ἀ. λειμωνία Thphr.HP6.8.1. 3 ἀ. ὀρεία, mountain wind-flower, Anemone blanda, ibid.; αἷμα ῥόδον τίκτει, τὰ δὲ δάκρυα τὰν ἀ. Bion 1.66. II metaph., ἀνεμῶναι λόγων flowers of speech (with suggestion of emptiness), Luc.Lex. 23.
German (Pape)
[Seite 223] ἡ, Anemone, eigtl. Windblume, da sie vom Winde leicht entblättert wird, Theophr.; ἀνεμώνη τῶν λόγων, gezierter Ausdruck, Luc. Lexiph. 23, windige Redeblumen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώνη: ἡ, τὸ γνωστὸν ἄνθος, ἀνεμωνῶν κάλυξί τ’ ἠριναῖς Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 3· ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 25, κτλ., πρβλ. Βίωνα 1. 66 ― μεταφρ., ἀνεμῶναι λόγων, τὰ εὐκόλως μαραινόμενα καὶ παρερχόμενα ἄνθη τῶν λόγων, οἱ κενοὶ λόγοι, Λουκ. Λεξιφ. 23: ― καθ᾿ Ἡσυχ. «ἀνεμώνη· μάζης εἶδος· καὶ φίλημα· καὶ ἡ μήκων· καὶ τὸ ἄνθος· καὶ πᾶν φυτὸν ταχέως ὑπὸ ἀνέμων φθειρόμενον, καὶ μάταιον καὶ ἀνεμῶδες». ― Ἐν Νικάνδρ. Ἀποσπ. 2. 64 (παρ᾿ Ἀθην. 624C,) ὡσαύτως καὶ ἀνεμωνίς, ίδος, ἡ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
anémone, fleur qui s’ouvre au moindre vent.
Étymologie: ἄνεμος.