συνδιαπράσσω
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
Att. συνδιαπράττω,
A accomplish together or besides, Isoc.4.38, Luc.DDeor.24.1, etc. II Med., negotiate at the same time, ὑπὲρ τῶν Κόλχων X.An.4.8.24.
German (Pape)
[Seite 1007] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, ὑπέρ τινος, Xen. An. 4, 8, 24.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαπράσσω: Ἀττικ. -ττω, διαπράσσω ὁμοῦ, Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.
French (Bailly abrégé)
mener à terme :
1 exercer (une charge, un pouvoir, etc.) avec, τινι;
2 accomplir avec;
Moy. συνδιαπράσσομαι négocier avec.
Étymologie: σύν, διαπράσσω.