παρεμπορεύομαι
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
English (LSJ)
A traffic in besides : metaph., μικρὰ π. τῆς ἀφροδίτης Alciphr.Fr.6.16 ; τὸ τερπνὸν π. yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.
German (Pape)
[Seite 515] nebenbei womit handeln; übertr., nebenher verschaffen od. gewähren, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, d. i. neben der Belehrung auch Ergötzung gewähren, Luc. hist. conscr. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπορεύομαι: ἀποθ., ἐμπορεύομαι προσέτι, ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., παρέχω τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.
French (Bailly abrégé)
négocier par surcroît, fig. traiter en passant, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπορεύομαι.