λήθαιος

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήθαιος Medium diacritics: λήθαιος Low diacritics: λήθαιος Capitals: ΛΗΘΑΙΟΣ
Transliteration A: lḗthaios Transliteration B: lēthaios Transliteration C: lithaios Beta Code: lh/qaios

English (LSJ)

or ληθαῖος, α, ον, (λήθη)

   A of or causing forgetfulness, πτερόν, of Sleep, Call.Del.234; σκότος Lyc.1127, etc.    2 of persons, oblivious, opp. ἔμφρων, S.E.M.7.129.    II of or from Lethe, ἄκατος AP9.279 (Bass.); v.λήθη 11.    III λ. λίθος, = μελιτίτης λ., Ps.-Dsc.476 ed. Sarac.

Greek (Liddell-Scott)

λήθαιος: ἢ ληθαῖος, α, ον, (λήθη) ἀνήκων εἰς τὴν λήθην ἢ ἐμποιῶν λήθην, ἐπίληθος, ἐπιληστικός, λησμονητικός, ληθαῖον ὕπνου πτερόν, τὸ λήθην τῶν κακῶν ἐμποιοῦν, Καλλ. εἰς Δῆλ: 234· σκότος Λυκόφρ. 1127· πόμα Συνέσ. κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐπιλήσμων, ἐναντίον τοῦ ἔμφρων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129· ΙΙ. ἐκ τῆς Λήθης, ἄκατος Ἀνθ. Π. 9. 279· ἴδε λήθη ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui fait oublier;
2 qui oublie facilement.
Étymologie: λήθη.