ἐπίληθος
English (LSJ)
ἐπίληθον, causing to forget, c.gen., φάρμακον... νηπενθές τ' ἄχολόν τε κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων Od.4.221 (Aristarch.; ἐπιλῆθον Ptol.Ascal.); ἴυγγα δέους ἐπίληθον παντός Ael.NA 15.19, cf.4.41.
German (Pape)
[Seite 957] vergessen machend, ἐπιληστικός; bei Hom. einmal, Odyss. 4, 221, φάρμακον, –, νηπενθές τ' ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων, alle Leiden vergessen machend. Ptolem. Askalonit. betonte ἐπιλῆθον, indem er das Wort als particip. von ἐπιλήθω nahm, Aristarch aber und Herodian betonten ἐπίληθον, als neutr. von ἐπίληθος, s. Scholl. Herodian. Odyss. 4, 221, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 299. – Sp., ἴυγγα δέους ἐπίληθον Ael. N. A. 15, 19; vgl. Nonn. D. 7, 368.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait oublier, gén..
Étymologie: ἐπιλήθω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίληθος: дающий забвение (φάρμακον κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίληθος: -ον, (ἐπιλανθάνω) λήθην προξενῶν, μετὰ γεν., φάρμακον..., νηπενθές τ’ ἄχολόν τε κακῶν τ’ ἐπίληθον ἁπάντων (ἐπίληθες παρὰ Ψευδο-Πλουτ. ἐν Βίῳ Ὁμ. σ. 255, Κλήμ. Ἀλ. 3), Ὀδ. Δ. 221· μετὰ θηλ., ἴυγγα δέους ἐπίληθον παντὸς Αἰλ. π. Ζ. 4. 41., 15. 19.
English (Autenrieth)
causing oblivion; κακῶν, Od. 4.221†.
Greek Monolingual
ἐπίληθος, -ον (Α) επιλήθω
αυτός που φέρνει τη λήθη («νηπενθές τ’ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπίληθος: -ον, αυτός που προκαλεί λήθη, τινος, σε Ομήρ. Οδ.