ὀρνεώδης
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
ες,
A = ὀρνιθώδης, of a fickle man, Plu.2.44c.
German (Pape)
[Seite 383] ες, = ὀρνιθώδης, Plut. de audit. 8, übertr., von Vogelnatur, leichtsinnig.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεώδης: -ες, = ὀρνιθώδης, ἐπὶ ἀστάτου ἀνθρώπου, Πλούτ. 2.44C.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un oiseau, càd léger.
Étymologie: ὄρνεον, -ωδης.