ἴθι
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
imperat. of εἶμι (
A ibo), come, go (q.v.): used as Adv. of encouragement, come! well then! Il.4.362; ἴ. νυν Ar.Ra.519, etc.
German (Pape)
[Seite 1245] imper. von εἶμι, gehe, komme; auch adverbial, wie ἄγε, wohlan, s. εἶμι zu Ende.
Greek (Liddell-Scott)
ἴθῐ: προστακτ. τοῦ εἶμι, ὕπαγε, ἐλθέ, Ὅμ., Ἀττ.· «ἴθι· ἧκε, ἔρχου· Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς τὸ ἄγε, ὡς ἐπίρρ. παρακελευσματικόν, ἀλλ’ ἴθι. ταῦτα δ’ ὄπισθεν ἀρεσσόμεθ’, εἴ τι κακὸν νῦν εἴρηται Ἰλ. Δ. 362· ἴθι νυν Ἀριστοφ. Βάτρ. 519, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. prés. de εἶμι, va ! allons ! souv. employé comme adverbe ; ἴθι νυν allons donc !.
Étymologie: v. εἶμι.