Ἄδωνις
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
[ᾰ], ιδος (also ιος Pherecr.198), ὁ, Adonis,
A ὦ τὸν Ἄδωνιν Sapph.63; Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄ. κλάομεν Pherecr.170; ὥδωνις, i.e. ὁ Ἄ., Theoc.3.47:—hence, generally, favourite, darling, δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς ἀκούειν Luc.Merc.Cond.35, cf. Alciphr.1.39, AP5.112 (Marc.Arg.). 2 Ἀδώνιδος κῆποι cuttings planted in pots for the Adonia, Pl.Phdr.276b, Thphr.HP6.7.3, cf. Theoc.15.113: prov., of any short-lived pleasure, Sch.Pl.l.c. 3 αὐλὴ Ἀδώνιδος, at Rome, garden on the Palatine, Philostr.VA7.32. II kind of flying-fish, = ἐξώκοιτος, Clearch.73, Opp.H. 1.157, etc. III Adonis-flower, Anemone fulgens, Aus.Idyll.6.11.
Greek (Liddell-Scott)
Ἄδωνις: [ᾰ], -ιδος, (ὡσαύτως -ιος, Φερεκρ. Ἄδηλ. 21), ὁ, = ὁ Ἄδωνις, υἱὸς Κινύρα καὶ Μύρρας, εὐνοούμενος ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης, ὦ τὸν Ἄδωνιν, Σαπφ. 63, Ἀδώνι’ ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδ. κλάομεν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 84· ὥδωνις, δηλ. ὁ Ἄδ., Θεόκρ. 3. 47: - Ἐντεῦθεν καθόλου, Ἄδωνις, δηλ. εὐνοούμενος, ὁ πεφιλημένος, δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς ἀκούειν, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθῷ συνόντων, 35, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 39, Ἀνθ. Π. 5. 113. 2) Ἀδώνιδος κῆποι = τὸ πολύτριχον καὶ ἄλλαι ὅμοιαι βοτάναι ταχέως αὐξανόμεναι, αἱ ὁποῖαι ἐκαλλιεργοῦντο ἐντὸς δοχείων ἢ χυτρῶν διὰ τὰ Ἀδώνια, Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, πρβλ. Θεόκρ. 15. 113. Παροιμ. περὶ πάσης ἐφημέρου ἡδονῆς, ἴδε Ἑρμηνευτ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος πηδῶντος ὑπὲρ τὰ ὕδατα, ὅστις ἀλλαχοῦ καλεῖται ἐξώκοιτος, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332C. Ὀππ. Ἁλ. 1. 157, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ) :
Adonis, dieu syrien et phénicien adoré en Grèce.