ἀκήριος
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
English (LSJ)
(A), ον,
A unharmed by the Κῆρες; generally, unharmed, Od. 12.98, 23.328, h.Merc.530, Nic.Th.190, Call.Ap.41, A.R.3.466; ψυχαὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, free from power of the Fates, Ps.-Phoc.99. II having no κῆρ, i.e. with no fortune attached to them, ἡμέραι Hes.Op. 823. III harmless, πάμπαν δ' ἄμωμος οὔτις οὐδ' ἀ. Semon.4, cf. Nic.Th.771.
ἀκήριος (B), ον, (κῆρ)
A without heart, i.e., I lifeless, Hom. (not in Od.), ἀκήριον αἶψα τίθησι Il.11.392. cf. 21.466. II heartless, spiritless, σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον ib.5.812, cf. 13.224; ἥμενοι αὖθι ἕκαστοι ἀκήριοι 7.100; ἀκήριον ἠύτ' ὄνειρον A.R.2.197.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήριος: (Α), ον, ἀβλαβής ὑπὸ τῶν Κηρῶν, καθόλου ἀβλαβής, Ὅμ. (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι), Ὀδ. Μ. 98., Ψ. 328· ψυχραὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, ἀπηλλαγμέναι τῶν Κηρῶν, μὴ ὑποκείμεναι αὐταῖς, Ψευδο-Φωκυλ. 99. ΙΙ. ἐνεργ, ὁ μὴ βλάπτων, ἀβλαβής, ῥάβδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 530· ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
non atteint par le génie de la mort, qui demeure sauf.
Étymologie: ἀ, κήρ.
2ος, ον :
1 privé de vie;
2 sans courage, lâche.
Étymologie: ἀ, κῆρ.