αἰχμοφόρος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ον,
A spearman, Hdt.1.103,215. 2 esp., like δορυφόρος, of body-guards, Id.1.8, 7.40, B.10.89.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμοφόρος: -ον, ὁ φέρων δόρυ, Ἡρόδ. 1. 103, 215. 2) ἰδίως ὡς τὸ δορυφόρος, ἐπὶ σωματοφυλάκων, ὁ αὐτ. 1. 8., 7.40.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porteur d’une lance ; particul. garde, satellite armé d’une lance.
Étymologie: αἰχμή, φέρω.