αἶψα
From LSJ
English (LSJ)
(Boeot. ἦψα prob. in corinn.BKT5(2).36), Adv.
A quick, forthwith, on a sudden, freq. in Hom. (also αἶψα μάλα, αἶψα δ' ἔπειτα, Il.4.70, Od.15.193), cf. Sapph.1.13, Thgn.663, Sol.2, Pi.P.4.133, Emp.35.14, A.Supp.481.—Poet., exc. in Mon.Ant.18.322 (Gortyn).
Greek (Liddell-Scott)
αἶψα: ἐπίρρ., ταχέως, μετὰ ταχύτητος, αἴφνης, εὐθύς, συχνὸν παρ’ Ὁμήρῳ (ὅστις συνδέει αὐτό· αἶψα μάλα, αἶψα δ’ ἔπειτα, Ἰλ. Δ. 70, Ὀδ. Ο. 193, = ἀμέσως, μετὰ ταῦτα)· οὕτω καὶ Θέογν. 663, Σόλων 2, Πινδ. Π. 4. 237, Αἰσχύλ. Ἱκ. 481 (ἐν διαλόγῳ)· σπάνιον παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς, καὶ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς. (Ἐντεῦθεν αἰψηρός, λαιψηρός, ἃ ἰδέ).
French (Bailly abrégé)
adv.
promptement, aussitôt : αἶψα μάλα IL tout aussitôt.
Étymologie: cf. αἴφνης.