ἀλλοτριοεπίσκοπος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A busybody in other men's matters, 1 Ep.Pet. 4.15.
German (Pape)
[Seite 106] N. T., nach fremdem Gute trachtend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριοεπίσκοπος: ὁ, ὁ περιεργαζόμενος, ἐπισκοπῶν τὰ ἀλλότρια, Ἐπιστ. πρὸς Πέτρ. Αϳ, δϳ, 15, Διον. Ἀρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui examine les affaires d’autrui, indiscret.
Étymologie: ἀλλότριος, ἐπίσκοπέω.