ἄμβροτος

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον, also η, ον Pi.Fr.75.17, Tim.Fr.7: (v. βροτός):— poet. Adj.

   A immortal, divine, of persons as well as things, θεὸς ἄ. Il. 20.358, Od.24.445, Pi.N.10.7; θεά A.Eu.259 (lyr.); ἄμβροτε Φάμα, of an oracle, S.OT158 (lyr.).    2 epith. of all belonging to the gods, αἷμα Il.5.339; ἵπποι 16.381; τεύχεα 17.194, κρήδεμνον Od.5.347; ἱστός 10.222; νύξ 11.330:—also Pythag., = five, Theol.Ar.32.

German (Pape)

[Seite 119] unsterblich (= ἄβροτος, das μ des Wohllautes halber eingeschaltet); fem. ἀμβρότη Pind. fr. 46, νὺξ ἄμβροτος Hom. Od. 11. 330; θεός Iliad. 20, 358. 22, 9. 24, 460 Od. 24, 445; alles was Göttern gehört oder von ihnen herrührt, αἷμα Iliad. 5, 339. 870; εἵματα Iliad. 16, 670. 680 Od. 7, 260. 265. 24, 59; κρήδεμνον Od. 5, 347; τεύχεα Iliad. 17, 194. 202; ἵπποι 16, 381. 867; ἱστός Od. 10, 222; δῶρα Od. 18. 191; Od. 8, 365 ἔνθα δέ μιν Χάριτες λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ ἀμβρότῳ, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθεν αἰὲν ἐόντας, vgl. ἀμβροσία, ἀμβρόσιος; – Od. 11, 330 νὺξ ἄμβροτος, vgl. ἄβροτος, ἀμβρόσιος; – θεός Pind. N. 10, 7; θεῶν πραπίδες I. 7, 30; θεά Aesch. Eum. 249; Ἀθάνα Soph. O. R. 159; φάμα Soph. O. R. 158; ἔπεα Ant. 1121. Bei Sp. Ep. übh. = schön, Anthol.; Mosch. 2, 91 ὀδμή.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμβροτος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Πινδ. Ἀποσπ. 3. 15, Τιμόθ. Διθ. 5 (ἴδε ἐν λ. μορτός): ― ποιητ. ἐπίθ. ὅμοιον τῷ ἐξ αὐτοῦ ἐπεκταθέντι ἀμβρόσιος, ἀθάνατος, θεῖος, μόνον ὅ,τι εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ προσώπων ὡς καὶ ἐπὶ πραγμάτων, θεὸς ἄμβροτος Ἰλ. Υ. 358, Ὀδ. Ω. 444, Πινδ. Ν. 10. 11, θεὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 259 (λυρ.)· ἄμβροτε Φάμα, περὶ τοῦ χρησμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 158 (λυρ.). 2) νὺξ ἄμβροτος, ὅμοιον τῷ ἀμβροσίη νὺξ Ὀδ. Λ. 330: ― ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς πράγ. ἀνήκοντος τοῖς θεοῖς, ἄμβροτον αἷμα Ἰλ. Ε. 339· κρήδεμνον Ὀδ. Ε 347· ἵπποι Ἰλ. Π. 381· τείχεα Ρ. 194, κτλ.: πρβλ. ἄβροτος

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 immortel, de nature divine;
2 qui concerne les immortels, des dieux;
3 procuré par les dieux : νὺξ ἄμβροτος OD la nuit divine.
Étymologie: ἀ, *μβροτός > βροτός.