ἀναβαθμός

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβαθμός Medium diacritics: ἀναβαθμός Low diacritics: αναβαθμός Capitals: ΑΝΑΒΑΘΜΟΣ
Transliteration A: anabathmós Transliteration B: anabathmos Transliteration C: anavathmos Beta Code: a)nabaqmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A flight of steps, stair, Hdt.2.125, Arist.Oec.1347a5, D.C.65.21; δι' ἀναβαθμῶν by degrees, Ph.2.557.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, dass., Her. 1, 125; Ael. H. A. 6, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβαθμός: ὁ, κλῖμαξ, βαθμός, Ἡροδ. 2. 125, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 5. 1, Δίων Κ. 65. 21· «τοὺς δὲ ἀναβαθμοὺς (εἴποις ἂν) καὶ βάθρα καὶ ἕδρας καὶ ἑδώλια» Πολυδ. Δ. 121· «ἀναβαθμοί, ἀναβάσεις» Σουΐδ. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ οἱ ἀναβαθμοὶ εἶναι διάφορα ἀντιφωνικὰ τροπάρια· πᾶς ἦχος ἔχει τοὺς ἀναβαθμοὺς αὑτοῦ· οἱ ἀναβαθμοὶ διαιροῦνται εἰς τρία μέρη, ἅτινα καλοῦνται ἀντίφωνα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
degré, marche.
Étymologie: ἀναβαίνω.