ἀνέγκλητος
English (LSJ)
ον,
A without reproach, blameless, X.HG6.1.13, D.Ep.2.14; διαφυλάττειν τοὺς πολίτας ἀ. Arist.Rh.1360a16; ἀ. ἑαυτὸν παρέχειν IG22.1271, cf. CIG2270.7 (Delos). Adv. -τως D.17.2, SIG436. 6 (Delph., iii B. C.), PIand.33.14 (ii A. D.). II giving no ground for dispute, ἀ. τὰς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους κατασκευάζεσθαι Pl.Lg.737a. Adv. -τως, ἔχειν Arist.Pol.1321b22. III Act. in Adv. -τως uncomplainingly, Plu.2.102e.
German (Pape)
[Seite 219] nicht beschuldigt, unbescholten, Plat. Legg. V, 737 a; vgl. Xen. Hell. 6, 1, 4 Mem. 2, 8, 5. – Adv., ἀνεγκλήτως χρῆσθε τῷ συμφέροντι Dem. 17, 2; ἔχειν Arist. pol. 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγκλητος: -ον, ὁ μὴ ἐγκαλούμενος, μὴ κατηγορούμενος, ὁ ἄνευ μομφῆς, ἄμεμπτος, Ξεν. Ἀπομ. 6. 1, 13, Δημ. 1470. 22· ἀνεγκλήτους... τὰς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους κατασκευάζεσθαι, ἄνευ ἀφορμῶν εἰς παράπονα. Πλάτ. Νόμ. 737Α· διαφυλάττειν τινὰς ἀν Ἀριστ. Ρητ. 1. 4. 11· ἀν. ἑαυτὸν παρέχεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 7. - Ἐπίρρ. -τως Δημ. 212. 8, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608b, κτλ. ἀν. ἔχειν Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irréprochable.
Étymologie: ἀ, ἔγκλητος.