ἀνίλεως
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
[ῑ], ων, Att. for ἀνίλαος (not in use),
A unmerciful, Ep.Jac. 2.13 (s. v.l.), Hdn.Epim.257.
German (Pape)
[Seite 237] unbarmherzig, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίλεως: [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. ἀνέλεος. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
impitoyable.
Étymologie: ἀ, ἵλεως.