ἀντεξαιτέω
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
A demand in return, Plu.Alex.11.
German (Pape)
[Seite 246] dagegen die Auslieferung Jemandes verlangen, τινά, Plut. Alex. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξαιτέω: ἀνταπαιτῶ, ἀντεξαιτούντων ... Φιλώταν Πλουτ. Ἀλεξ. 11.