ἀντιγραφεύς

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιγρᾰφεύς Medium diacritics: ἀντιγραφεύς Low diacritics: αντιγραφεύς Capitals: ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: antigrapheús Transliteration B: antigrapheus Transliteration C: antigrafeys Beta Code: a)ntigrafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A checking- or copying-clerk, a public officer, Aeschin.3.25. cf. IG2.408, al., cf. 575 (of a deme), SIG364.22 (Ephesus), etc., Plb.6.56.13, PRev.Laws 12.1; ἀ. τῶν εἰσενεγκόντων one who keeps a check upon their accounts, D.22.70.

German (Pape)

[Seite 250] ὁ, Gegenschreiber, a) Controlleur der Einnahmen des Staates, τῶν εἰσενεγκόντων Dem. 22, 70; vgl. Harpocrat., der nach Philochorus diesen τὸν τῆς διοικήσεως nennt; vgl. Pol. 6, 56. – b) βουλῆς, nach B. A. 185 ὁ καταγραφόμενος τὰ ἐν τῇ βουλῇ γινόμενα; Arist. frg. bei Harpocrat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιγρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ ἀντιγράφων (ἴδε ἀντίγραφος), Λατ. contratotulator, δημόσιός τις λειτουργός, Αἰσχίν. 59. 23, πρβλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 100, 184, 187, 190, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 399, Πολύβ. 6. 56, 13· Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 247, ἴδε καὶ Λεξικ. Ἀρχαιολ. - ἀντιγραφεὺς τῶν εἰσενεγκόντων, ὁ τηρῶν λογαριασμὸν τῶν καταβαλλομένων χρημάτων καὶ τῶν καταβαλλόντων αὐτὰ πολιτῶν, Δημ. 615, 14· κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «ἀντιγραφεύς: ὁ καθιστάμενος ἐπὶ τῶν καταβαλλόντων τινὰ τῇ πόλει χρήματα, ὥστε ἀντιγράφεσθαι ταῦτα· Δημοσθένης ἐν τῷ κατ’ Ἀνδροτίωνος καὶ Αἰσχίνης ἐν τῷ κατὰ Κτησιφῶντος, διττοὶ δὲ ἦσαν ἀντιγραφεῖς, ὁ μὲν τῆς διοικήσεως, ὥς φησι Φιλόχωρος, ὁ δὲ τῆς βουλῆς, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων πολιτείᾳ». ΙΙ. παρὰ Βυζ. ἀντιγραφεῖς ἐκαλοῦντο οἱ ἔχοντες τὸ ἀξίωμα τοῦ χαρτοφύλακος.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 contrôleur des contributions;
2 à Éphèse préposé qui semble remplir les fonctions de notaire.
Étymologie: ἀντιγράφω.