ἀντίγραφος

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίγρᾰφος Medium diacritics: ἀντίγραφος Low diacritics: αντίγραφος Capitals: ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: antígraphos Transliteration B: antigraphos Transliteration C: antigrafos Beta Code: a)nti/grafos

English (LSJ)

ἀντίγραφον,
A copied, in duplicate, στῆλυι, διαθῆκαι, etc., D.20.36, 45.10, etc.
II as substantive, ἀντίγραφον, τό, transcript, copy, Decr. ap. And.1.79, Lys. 32.7, D.25.47, Arist.Pol.1309a11; especially of copies of a book, Ἀττικιανὰ ἀντίγραφα = copies of an edition issued by Atticus, Harp. s.v. Ἀργᾶς, al.; certified copy of official document, CPR1.4(i A.D.); εἰκόνος ἀντίγραφον = copy of a picture, Luc.Zeux.3 (but ἀντίγραφος Jac.).

Spanish (DGE)

ἀντίγραφον
I duplicado, copiado στῆλαι Decr. en D.20.36, D.H.3.33, ποιήσασθαι ... ἀντίγραφα ἐκ τῶν στηλῶν τὰ ἀναγεγραμμένα IG 22.120.23 (IV a.C.), διαθῆκαι D.45.10.
II subst. ὁ ἀντίγραφος
1 copia, duplicado εἰκόνος de una pintura Luc.Zeux.3
copia, manuscrito de un texto literario, Sch.Er.Il.2.497a, Eust.188.7.
2 antígrafo signo diacrítico que se coloca para indicar los diversos sentidos de un pasaje, Isid.Etym.1.21.6.

German (Pape)

[Seite 250] eine Abschrift enthaltend, στῆλαι Dem. Lpt. 36; 139 τὰ ἀντίγραφα τῆς στήλης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est la copie d'un écrit ou d'une peinture.
Étymologie: ἀντιγράφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίγρᾰφος: IIкопия (τῆς εἰκόνος Luc.).
переписанный, являющийся копией (στήλη Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίγρᾰφος: -ον, ἀντιγεγραμμένος, ὁ δὶς γεγραμμένος, διπλοῦς, στῆλαι, διαθῆκαι, κτλ., Δημ. 468. 9., 1104. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀντίγραφον, τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀνδοκ. 10. 31, Λυσ. 896 Reisk., Δημ., κτλ.· ἀντίγραφα παραδόσεως χρημάτων, ἀντίγραφα λογαριασμῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 19· εἰκόνος ἀντ., ἀντίτυπον, Λουκ. Ζεῦξ. 3.

Greek Monolingual

το (Α ἀντίγραφος, ἀντίγραφον)
1. έγγραφο που είναι προϊόν αντιγραφής
2. πιστή απομίμηση έργου τέχνης.
νεοελλ.
1. καθετί που είναι παρόμοιο με το αυθεντικό («αντίγραφο του πατέρα του»)
αρχ.
αυτός που έχει γραφεί δύο φορές.

Greek Monotonic

ἀντίγρᾰφος: -ον, αντιγεγραμμένος, σε Δημ.· ως ουσ. ἀντίγραφον, τό, αντίτυπο, αντίγραφο, στον ίδ.

Middle Liddell

[from ἀντιγράφω
copied, Dem.:—as substantive, ἀντίγραφον, τό, a transcript, copy, counterpart, Dem.