ἀντίθετος
English (LSJ)
ον,
A opposed, antithetic, ἀ. εἰπὼν οὐδέν Timoel. 127; φύσιν ἔχειν ἀ. πρός τι Plu.2.672c; ἀρεταῖς κακίαι ἀ. S.E.M.9.156, cf. Plot.2.5.2, Phld.Ir.p.87 W.: c.gen., inconsistent with, PTeb.24.63. Adv. ἀντί-τως, συζυγεῖν Plu.2.1022e, cf. Demetr.Eloc.24; ἀ. ἔχειν, of bones in arm, Heliod. ap. Orib.44.23.27; ἀ. ἀντικεῖσθαι, of ὑγίεια and νόσος, opp. ἀντιφατικῶς, Alex.Aphr. in Top.580.1. 2=διάμετρος, Vett.Val.340.23. 3 ἀ. ψᾶφος blackball, GDI4p.1204 (Itanos). 4 ἀντίθετον, τό, antithesis, Ar.Fr.326, Arist.Rh.Al.1435b26, Aeschin. 2.4.
German (Pape)
[Seite 252] entgegengesetzt, entgegenstehend, Plut. u. bes. Gramm.; τὸ ἀντίθετον, der Gegensatz, Arist. rhet. Al. 27; Plut. Auch adv. ἀντιθέτως, Plut. de an. procr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίθετος: -ον, (ἀντιτίθημι), ἐναντίος, ἀντίθετον εἰπὼν οὐδὲν Τιμοκλ. ἐν «Ἥρωσιν» 1· φύσιν ἔχειν ἀντ. πρός τι Πλούτ. 2. 672Β· ἀρεταῖς κακίαι ἀντ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 156. 2) ἀντίθετον, τό, ἀντίθεσις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 300 Β, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 27. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
opposé.
Étymologie: ἀντιτίθημι.