διαδρηστεύω
From LSJ
English (LSJ)
or διαδρηπετεύω,
A run off, go over to, suggested emendations for διεπρήστευσε in Hdt.4.79.
German (Pape)
[Seite 577] = διαδιδράσκω, hat man Her. 4, 79 für διαπρηστεύω emendirt.
Greek (Liddell-Scott)
διαδρηστεύω: ἢ διαδρηπετεύω, φεύγω, ἀπέρχομαι εἰς τὸ ἕτερον μέρος, αὐτομολῶ· λέξις προταθεῖσα πρὸς διόρθωσιν τοῦ ἀδιανοήτου καὶ ἀνυπάρκτου διεπρήστευσε ἐν Ἡροδ. 5. 79· πρβλ. δραπετεύω.