ἀντιλυπέω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
A vex in return, Plu.Demetr.22, Luc.DMeretr.3.3, 12.5.
German (Pape)
[Seite 255] dagegen kränken, sich für erlittene Kränkung rächen, Plut. Demetr. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλῡπέω: προξενῶ λύπην εἰς τὸν λυπήσαντά με, οὐχ ὑπέμεινεν ἀντιλυπῆσαι τοὺς Ροδίους Πλουτ. Δημήτρ. 22, ἀντιλυπεῖν ἐβουλόμην αὐτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Δι. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chagriner ou ennuyer à son tour.
Étymologie: ἀντί, λυπέω.