ἀπαλγέω
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
A put away sorrow for, τὰ ἴδια Th.2.61; ἀ. τὸ πένθος Plu. Cleom.22; τὸ πάθος Procop.Arc.16. II generally, to be despondent, ἀ. ταῖς ἐλπίσιν Plb.9.40.4; πρὸς ἐλπίδα D.C.48.37: abs., Plb.1.35.5, Ep.Eph.4.19.
German (Pape)
[Seite 276] verschmerzen, keinen Schmerz mehr über etwas empfinden, τί Thuc. 2, 61; τὰ ἴδια Dion. Hal. iud. Thuc. 47; übh. stumpfsinnig sein, ταῖς ἐλπίσι, hoffnungslos sein, Pol. 9, 40; ψυχὴ ἀπηλγηκυῖα, muth- und hoffnungslos, 16, 12; πρός τι Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλγέω: παύομαι τοῦ ἀλγεῖν, ἀπαλγήσαντας δὲ τὰ ἴδια τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀντιλαμβάνεσθαι, παυσαμένους ἀλγεῖν κτλ., Θουκ. 2. 61· ἀπ. τὸ πένθος, ἀφίνω τὴν λύπην, Πλουτ. Κλεομ. 22. ὡς τὸ ἀπολοφύρομαι. ΙΙ. ἐν γένει εἶμαι ἀπαθής, ἀδιάφορος, ἀναισθήτως ἔχω πρός τι, ἀπαλγοῦντες ταῖς ἐλπίσιν Πολύβ. 9. 40, 4· πρὸς ἐλπίδα Δίων Κ. 48. 37: ἀπολ., Πολύβ. 1. 35, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀπαλγήσω, ao. ἀπήλγησα, pf. ἀπήλγηκα;
1 se consoler de, acc.;
2 devenir insensible à, acc..
Étymologie: ἀπό, ἀλγέω.