συλλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλαγχάνω Medium diacritics: συλλαγχάνω Low diacritics: συλλαγχάνω Capitals: ΣΥΛΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: syllanchánō Transliteration B: syllanchanō Transliteration C: syllagchano Beta Code: sullagxa/nw

English (LSJ)

   A to be joined by lot with, τινι Pl.Plt.266c, 266e, Ti.18e; ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς who was chosen by lot to be interrex at that time, Plu.Num.7.

German (Pape)

[Seite 975] (s. λαγχάνω), durch das Loos mit zugetheilt od. womit vereinigt werden; οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται, Plat. Tim. 18 e, vgl.Polit. 266 c; Sp.: ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, Plut. Num. 7, der gerade zu der Zeit zum interrex gewählt war; Luc. de luct. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συλλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι· πρκμ. -είληχα. Συνάπτομαι διὰ κλήρου μετά τινος, τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 266C, E, Τίμ. 18Ε· ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, ὁ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον διὰ κλήρου ἐκλεχθεὶς νὰ γείνῃ μεσοβασιλεύς, Πλουτ. Νουμ. 7.

French (Bailly abrégé)

f. συλλήξομαι, ao.2 συνέλαχον, etc.
se trouver en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, λαγχάνω.