προαρπάζω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαρπάζω Medium diacritics: προαρπάζω Low diacritics: προαρπάζω Capitals: ΠΡΟΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: proarpázō Transliteration B: proarpazō Transliteration C: proarpazo Beta Code: proarpa/zw

English (LSJ)

   A snatch away before, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Luc.Tim.54: metaph., τὴν δόξαν J.AJ13.5.8; τὴν ἡγεμονίαν τινί ib.20.8.2, cf. Luc. Tox.6, etc.; π. ἀλλήλων τὰ λεγόμενα snap at a conclusion, anticipate hastily, Pl.Grg.454c; τὸ ζητούμενον π. ὡς ὁμολογούμενον S.E.M.1.157.

German (Pape)

[Seite 709] (s. ἁρπάζω), vorwegnehmen, -reißen; ἀλλήλων τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

προαρπάζω: ἁρπάζω πρότερον, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. ἀλλήλων τὸ λεγόμενον, ἐσπευσμένως νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα ἀλλήλων, Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ.

French (Bailly abrégé)

enlever d’avance ou auparavant ; fig. anticiper sur, acc..
Étymologie: πρό, ἁρπάζω.