δυσχέρεια

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχέρεια Medium diacritics: δυσχέρεια Low diacritics: δυσχέρεια Capitals: ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ
Transliteration A: dyschéreia Transliteration B: dyschereia Transliteration C: dyschereia Beta Code: dusxe/reia

English (LSJ)

ἡ, opp. εὐχέρεια,    I of things, annoyance, disgust caused by a thing, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος, S.Ph.473, 900, cf. Pl.Plt.286b; unpleasantness, of food, D.C.68.31: pl., Plu.2.654b.    b odium, unpopularity, Pl.Lg.967c (pl.).    2 difficulty, troublesome question, Id.R. 502d, Isoc.5.12 (pl.), etc.; δ. παρέχειν Plb.1.20.10; εἰς δ. ἐμπεσεῖν Id.8.7.1; κατὰ τὴν προφοράν, opp. εὐχέρεια, Phld.Po.994.8.    3 in argument, difficulties, δ. λογικαί Arist.Metaph.1005b22, cf. 995a 33.    II of persons, harshness, Pl.Phlb.44c; offensiveness, Thphr. Char.19.    2 loathing, nausea, Pl.Prt.334c.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ, Schwierigkeit im Handhaben, Behandeln; – a) von Sachen, Unbequemlichkeit, Hinderniß; τῆς κτήσεως Plat. Rep. VI. 502 d; Isocr. 5, 12; oft bei Pol., δυσχέρειαν παρέχειν 1, 20, 10; ὁδοῦ 3, 64, 8; εἰς δυσχερείας ἐμπεσών 8, 9, 1; περὶ τὴν διοίκηοιν Plut.; das Lästige, Unangenehme einer Sache, τοῦ φορήματος Soph. Phil. 471; νοσήματος 888; Sp.; τὰς τῶν πραγμάτων δυσχερείας ὀνόμασι χρηστοῖς ἐπικαλύπτειν Plut. Sol. 15. Uebh. = Ekel, Ueberdruß; Plat. Polit. 386 b 310 c. – b) von Personen, mürrisches Wesen, Verdrießlichkeit; Plat. Phil. 44 c; vgl. Theophr. char. 15.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχέρεια: ἡ, ἀντίθ. εὐχέρεια. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνόχλησις, στενοχωρία, ἀηδία, προξενουμένη ἔκ τινος πράγματος, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος Σοφ. Φ. 473, 900, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 286Β· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 654Β. 2) δυσκολία εἰς τὸ ποιεῖν τι, Πλάτ. Πολ. 502D, κτλ.· δυσκολία, Ἰσοκρ. 84D. 3) ἐν συζητήσει, δυσκολίαι, δ. λογικαὶ Ἀριστ. Μεταφ. 3. 3, 9, πρβλ. 2. 1, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἰδιοτροπία, δυστροπία, ἔχθρα, Πλάτ. Φιλ. 44C· πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 19. 2) ἀηδία, τάσις πρὸς ναυτίαν, Πλάτ. Πρωτ. 334Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 difficulté;
2 ennui, contrariété.
Étymologie: δυσχερής.